Συχνά αναρωτιώμαστε ποιά είναι η σχέση κόμικς, κουλτούρας, διασκέδασης, πολιτισμού και τέχνης όταν φυλλομετρούμε μια ιστορία με μπαλλονάκια, με δισδιάστατους ήρωες και περιπέτειες που δεν έχουν συμβεί, ούτε και θα γίνουν ποτέ, με πρόσωπα αδιανόητα, χοντροκομμένα ή κωμικά, σε ένα “περιβάλλον” υπερβολικού χρωματισμού και με διαλόγους υπερβολικά “τραβηγμένους”. Τι ψάχνει να βρει ο αναγνώστης, ή ο καλλιτέχνης από πολιτισμική άποψη; Εχουν άποψη τα κόμικς; Τους οφείλουμε κάτι, ή απλά διασκεδάζουμε τρώγοντας την ώρα μας;
Η παρουσίαση από την Πρόεδρο του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας κα Λίτσα Χατζοπούλου που έλαβε χώρα στα Χανιά, στις 31/10/2003, με αφορμή τον Αστερίξ στα Κρητικά, μας επιβεβαίωσε αυτές μας τις σκέψεις :
“Κυρίες και κύριοι,
Με ιδιαίτερη χαρά δέχτηκα να λάβω μέρος στην παρουσίαση του Αστερίξ στα κρητικά, δηλαδή του Αστερικάκη, πρώτον επειδή για τους συνομηλίκους μου το συγκεκριμένο κόμικ είχε συνδεθεί με μια γενικότερη στάση αμφισβήτησης της αμερικανικής εκδοτικής βιομηχανίας, δεύτερον επειδή μέσα από τον Αστερίξ μάθαμε μέρος των λατινικών που γνωρίζουμε και τρίτον επειδή θα έχω την ευκαιρία να αναφερθώ σε δύο πολύ σημαντικά ζητήματα: τα κόμιξ ως μορφή πολιτισμικής έκφρασης και το πρόβλημα της μετάφρασης.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η μελέτη των κόμιξ ως μέρος της μαζικής κουλτούρας έχει κερδίσει έδαφος κυρίως στο χώρο των σημειολόγων, όπως ο Umberto Eco που έχει γράψει εξαιρετικές σελίδες για την ιδεολογία και τη μορφή αυτού του είδους.
Ας σημειωθεί εξ αρχής ότι ο όρος «μαζική κουλτούρα» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην χαμηλή αισθητική· άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται ούτε από τους φανατικότερους πολεμίους της, όπως ο Ντουάιτ ΜακΝτόναλντ.
Αλλά αυτό είναι το μοναδικό κοινό σημείο ανάμεσα στους πολεμίους και στους υπερασπιστές της· από κει και πέρα, οι μεν πρώτοι τη θεωρούν ένα προϊόν του καπιταλιστικού καθεστώτος, που έχει στόχο την ομογενοποίηση των πολιτών και άρα την εξαφάνιση του «διαφορετικού», ενώ οι δεύτεροι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από δημοκρατικές κοινωνίες, όπου οι πολίτες συμμετέχουν ισότιμα και ότι δι’ αυτής, γίνονται προσιτά στο λαό τα πνευματικά αγαθά που παλαιότερα απολάμβαναν μόνον οι εύπορες τάξεις.
Από την κριτική εναντίον της μαζικής κουλτούρας, ας συγκρατήσουμε δύο σημεία: πρώτον, ότι η μαζική κουλτούρα «υφαρπάζει» τις «ανακαλύψεις» της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και τις εκχυδαΐζει σε καταναλωτικά προϊόντα, και δεύτερον ότι διαδίδει κυρίως προϊόντα ψυχαγωγίας.
Είναι νομίζω προφανές ότι η μαζική κουλτούρα, όπως άλλωστε και η τέχνη, είναι ουδέτερη ως εκ τούτου, μπορεί να περιέχει καλά και κακά έργα, να είναι υψηλής ή χαμηλής αισθητικής, να έχει προοδευτική ή αντιδραστική ιδεολογία, ανάλογα πάντα με τη χρήση τους και με το στόχο εκείνου που τη δημιουργεί ή τη χειραγωγεί. Άλλωστε, στην εποχή μας ακόμη και το kitsch έχει ερμηνευτεί ως δυνητική αντίδραση σε μια εκ των άνω επιβαλλόμενη αισθητική ομοιομορφία. Έχω όμως τη γνώμη ότι εκείνο που χαρακτηρίζει (αρνητικά) τη μαζική κουλτούρα, είναι η βιομηχανοποίηση, η τυποποίηση και, ως εκ τούτου, η έλλειψη γνησιότητας. Το δημοτικό τραγούδι, παρ’ ό,τι χρησιμοποιεί τυποποιημένες εκφράσεις και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, δεν ανήκει στη μαζική κουλτούρα επειδή αφενός εκφράζει μια συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση και αφετέρου δεν μπορεί να γίνει παγκόσμιο. Η μαζική κουλτούρα δεν εκφράζει καμία συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση, και γι’ αυτό μπορεί να γίνει παγκόσμια: αν κανείς θέλει να μάθει ινδικό χορό, πρέπει να εντρυφήσει στον ινδικό πολιτισμό αφού κάθε κίνηση έχει συγκεκριμένο συμβολικό νόημα, αλλά για να χορέψει shake ή disco αρκεί απλώς να ακολουθήσει το ρυθμό της μουσικής.
Σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά της μαζικής κουλτούρας ανευρίσκονται στο κόμικ, το δημοφιλές προϊόν της δημοσιογραφικής βιομηχανίας, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί τη σύγχρονη εκδοχή του λαϊκού μυθιστορήματος σε συνέχειες.
Ήδη η διαδικασία της δημιουργίας του, απεικονίζει παραδειγματικά, τη μετατροπή της προσωπικής δημιουργίας σε μαζικό προϊόν: τα σκίτσα δουλεύονται ένα-ένα με το χέρι, με εξαιρετική τέχνη και λεπτότητα και στη συνέχεια τυπώνονται σε χιλιάδες αντίτυπα· το αυθεντικό, πρωτότυπο έργο δεν φτάνει ποτέ στην αγορά, ενώ τα αντίγραφα κοστίζουν ελάχιστα, είναι προσιτά σε όλους, ακόμη κι όταν εκδίδονται αυτοτελώς και όχι σε συνέχειες στις εφημερίδες, και συνήθως μετά από λίγο ο αγοραστής τα πετά.
Τα κόμικς λοιπόν, δεν αντιμετωπίζονται ως έργο τέχνης, αλλά ως αναλώσιμο προϊόν. Στην προκειμένη περίπτωση, η καινοτομία αφορά μόνο τη μορφή, δηλαδή το συνδυασμό λόγου και εικόνας, με σαφή την κυριαρχία της δεύτερης. Ως προς τη δομή και το περιεχόμενο, το κόμικ χρησιμοποιεί τις δοκιμασμένες συνταγές των λαϊκών μυθιστορημάτων: υπεράνθρωπους ήρωες
(ο Σούπερμαν είναι το κατεξοχήν παράδειγμα), περιπέτειες, επαναλήψεις, ευτυχές τέλος. Η ιδεολογία είναι κατά κανόνα κατευναστική, δεν ωθεί σε αμφισβήτηση, αλλά σε αναπαραγωγή των κοινωνικών δομών και συνθηκών, ακόμη κι όταν εισάγει νέα στοιχεία και νέα ήθη: ο Ντένις ο Τρομερός, λ.χ., απεικονίζει την ευτυχή εικόνα της καλής και ανεύθυνης μεσοαστικής οικογένειας, ο Ντικ Τρέησυ καθιερώνει και εξαγιάζει την αστυνομική σκληρότητα, το Μίκυ Μάους αναπαράγει την εικόνα του υπεράνθρωπου εκλαϊκεύοντάς την στο πλαίσιο μιας όχι και τόσο αθώας παιδικότητας, ο Σκρουτζ Μακ Ντακ παρουσιάζει τον καπιταλισμό με τρόπο διασκεδαστικό, υποβάλλοντας την ιδέα της σταθερότητας και της κυριαρχίας του, (νομίζω πως ο κόσμος του Μίκυ Μάους είναι η καπιταλιστική αντιστροφή της Φάρμας των Ζώων του Όργουελ).
Ας μη βιαστούμε, ωστόσο, να αναθεματίσουμε τα κόμικς ως φορείς αντιδραστικών ιδεών. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στις Η.Π.Α., πάντως εδώ στην Ελλάδα, δεν έγινε κανείς αντιδραστικός διαβάζοντας Μίκυ Μάους. Βέβαια, αν διάβαζε μόνο Μίκυ Μάους, είναι πιθανό ότι εκπαιδεύτηκε να λειτουργεί ως «καταναλωτής» υλικών και πολιτισμικών προϊόντων και προετοιμάστηκε να γίνει «τηλεθεατής» – αυτό όμως είναι ένα θέμα που χρειάζεται ιδιαίτερη συζήτηση.
Πέρα από αυτά ή μάλλον παράλληλα με αυτά, υπήρξαν κόμικς που όχι μόνο δεν χρησιμοποίησαν τις δομές του λαϊκού μυθιστορήματος, αλλά προχώρησαν σε δηλητηριώδη κριτική του κοινωνικού συστήματος, ανατρέποντας τους κυρίαρχους κανόνες του είδους και αξιοποιώντας ευρηματικά την ειρωνεία και το παράδοξο.
Αναφέρω ενδεικτικά τον Τσάρλι Μπράουν και την παρέα του του Τσαρλς Μ. Σουλτς, τη Μαφάλντα του Κίνο και βέβαια τον Αστερίξ
των Γκοσινύ και Ουντερζό.
Ο Αστερίξ είναι η ευρωπαϊκή απάντηση στους υπεράνθρωπους ήρωες των αμερικανικών κόμικς και αυτό μπορεί να αποτελέσει ενθαρρυντικό παράδειγμα για το τι έχει τη δυνατότητα να κάνει μια χώρα με διαφορετική πολιτισμική παράδοση με τα προϊόντα μιας χώρας όπως οι Η.Π.Α.
Μια συστηματική μελέτη του Αστερίξ θα μας οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι αυτό το κόμικ ανήκει στην κατηγορία της μαζικής κουλτούρας μόνον επειδή, έχει τη μορφή του
κόμικ. Οι ήρωες είναι αστείοι χωρίς να έχουν χαρακτηριστικά ζώων· είναι άνθρωποι, χωρίς όμως την τυποποιημένη αρρενωπότητα του Σούπερμαν και του Ντικ Τρέησυ.
Οι υπεράνθρωπες δυνάμεις του δεν οφείλονται σε κάποια εξωγήινη προέλευση, αλλά στο μαγικό φίλτρο του δρυΐδη. Ο τόπος τους δεν είναι μια απροσδιόριστη εφιαλτική μεγαλούπολη του μέλλοντος, αλλά ένα αγροτικό χωριό του παρελθόντος, σε μια υπαρκτή περιοχή, στη Γαλατία, το 50 π.Χ., περί το τέλος των γαλατικών πολέμων.
Το πλαίσιο, λοιπόν, είναι ιστορικό και θεωρώ σημαντικό ότι το «μαγικό» ή «θαυμαστό» στοιχείο που είναι απαραίτητο σε τέτοιου είδους περιπέτειες, δεν κατασκευάζεται αλλά αντλείται από τη μυθολογία: με άλλα λόγια, στον Αστερίξ αξιοποιούνται στοιχεία του
ευρωπαϊκού παρελθόντος, τόσο στις βασικές και σταθερές παραμέτρους της ιστορίας όσο και στη συγκρότηση ορισμένων περιπετειών και έχω υπόψη την περιπέτεια «Ο Αστερίξ στην Ολυμπία».
Ας θυμηθούμε, στο σημείο αυτό, πως η μαζική κουλτούρα, άρα και τα κόμικς, κατηγορήθηκαν επειδή «εκχυδαΐζουν» τα διανοήματα της «υψηλής κουλτούρας»
και επειδή κυρίως ψυχαγωγούν. Ο Αστερίξ πράγματι περιέχει στοιχεία που συνήθως βρίσκει κανείς σε ιστορικά εγχειρίδια και όχι σε κόμικς. Οι ιστορικές πληροφορίες είναι ένα τέτοιο στοιχείο, όμως απείρως πιο ενδιαφέρουσα είναι η εισαγωγή λατινικών ρητών ως σχολίων στο στόμα των ηρώων, κυρίως του ξυλοπόδαρου πειρατή. Εν τούτοις, τα στοιχεία αυτά όχι μόνο δεν «εκχυδαΐζονται» αλλά αποτελούν, τρόπον τινά, τον οργανικό ιστό του κόμικ
αρκεί να σκεφτούμε, λ.χ., ότι τα λατινικά είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ταυτότητας του πειρατή, πολύ περισσότερο από το ξύλινο πόδι του. Όσο για την ψυχαγωγία και τη διασκέδαση, θα αρκούσε να σημειώσουμε ότι η αρχή του συνδυασμού τέρψεως και ωφελείας υπήρξε για αιώνες κυρίαρχος αισθητικός κανόνας. Ο Αστερίξ τέρπει, είναι διασκεδαστικός, αλλά με τι εξαιρετικό και έξυπνο τρόπο! Κατ’ αρχάς, οι ίδιοι οι ήρωες των ιστοριών διασκεδάζουν όταν δεν δέρνουν τους Ρωμαίους, δέρνονται μεταξύ τους και στο τέλος κάθε περιπέτειας γλεντούν όλοι μαζί, γιορτάζοντας την επιτυχία και την επιστροφή του Αστερίξ και του Οβελίξ. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, λειτουργούν όλοι μαζί: συναποφασίζουν, συνεργάζονται, συμβιώνουν. Ο Αστερίξ και ο Οβελίξ μπορεί να είναι οι κύριοι υπερασπιστές του χωριού, όμως ποτέ δεν ενεργούν απολύτως μόνοι τους ούτε πράττουν χωρίς τη συγκατάθεση των συγχωριανών τους.
Η συντροφικότητα, η συλλογικότητα, η χαρά της ζωής ορίστε μερικές από τις αξίες που μεταδίδονται δια της τέρψεως. Η κυριότερη αξία, όμως, είναι ο αγώνας για την ελευθερία, για το δικαίωμα να διαφυλάξει κανείς όχι μόνο την εδαφική ακεραιότητα του τόπου του, αλλά και την πολιτισμική του ιδιαιτερότητα.