Κι αυτή η ιστορία θα αρχίσει κλασσικά, όπως και οι περισσότερες. Αφετηρία το μικρό γαλατικό χωριό στην Αρμορική. Σε ένα ειρηνικό περιβάλλον οι Γαλάτες διάγουν την καθημερινότητά τους και ο Οβελίξ κεφάτος τραγουδάει “Γλυκειά Γαλατία” (Μήπως στην μελωδία του “Douce France” του Charles Trenet;)
Απο εκεί ξεκινούν σε αναζήτηση ενός χρυσού δρεπανιού του δρουίδη για την μακρινή (εκείνη την εποχή) Λουτέτια, μιά σχετικά μικρή κωμόπολη που πολύ πολύ αργότερα παίρνοντας τό όνομα της από τους κατοίκους της, την φυλή των Παρισίων, θα καταστεί κέντρο ενός μεγάλου βασιλείου, μιας άλλης αυτοκρατορίας, μιας μεγάλης δημοκρατίας. Θα πάρουν την ανύπαρκτη ρωμαϊκή οδό 12, αλλά υπαρκτή 20 αιώνες αργότερα σαν Route Nationale 12, που θα συνδέει την Βρετάνη με την πρωτεύουσα. Θα διασχίσουν μια περιοχή σκοτεινή και επισφαλή, κυριαρχούμενη από κελτογερμανικές φυλές κάνοντας μια απαραίτητη νυχτερινή στάση στο πανδοχείο ενός μετανιωμένου Βαρβάρου.
Στη συνέχεια θα περάσουν από την πρωτεύουσα των Κενομάνων Κελτών Σουιντίνιουμ (πασίγνωστου τώρα για τον διάσημο ετήσιο αγώνα αυτοκινήτων “24 Ωρες του Λε Μαν) και θα αντικρίσουν τελικά το μικρό νησί του Σηκουάνα, την Σιτέ, τον πυρήνα της δημιουργίας της σημερινής “Πόλης του Φωτός”, των 11 εκατομμυρίων κατοίκων.
Στην αναζήτηση του εμπόρου των δρεπανιών θα συναντήσουν τον χαρούμενο Αρβέρνιο, με την χαρακτηριστική προφορά της Ωβέρν στο κρασοπουλειό του (κάτι προφανές για τους σύγχρονους Παριζιάνους (την δεαετία του 1950) που συνδέουν συνήθως τους μετανάστες από την ορεινή και φτωχική Κεντρική Γαλλία με τους ιδιοκτήτες των πολυαρίθμων παρισινών καφέ-μπαρ).
Φυσικά δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν τους Ρωμαίους και τον Επαρχο – σωσία του διάσημου Αγγλου ηθοποιού Charles Laughton, έναν από τους πρωταγωνιστές (μαζί με τον Kirk Douglas, τον Lawrence Olivier, την Jean Simmons κ.α. της μεγάλης κινηματογραφικής ταινίας του 1960 “Σπάρτακος”, όπου ο Laughton υπεδύετο έναν ρωμαίο αξιωματούχο.
Το επόμενο πρωί θα συναντήσουν έναν ακόμη πρωταγωνιστή του κινηματογράφου: τον Fernand Charpin με την μπουγιαμπέσα του (κατ’ άλλους τον σπουδαίο πρωταγωνιστή της μυθικής προπολεμικής Τριλογίας του Marcel Pagnol, Raimu) πρωταγωνιστή του μιούζικαλ “Au soleil de Marseille” του 1937. Ο απόηχος της μαρσεγιέζικης οπερέττας προφανώς δεν έχει ακόμη σβήσει για το γαλλικό κοινό.
Η συνέχεια στον δρόμο. Πρός την Γεργόβια (Ζεργκοβί), τόπο της ιστορικής νίκης των Αρβέρνιων με τον Βερσινζεντορίξ επί των Ρωμαίων του Ιουλίου Καίσαρα το 52 π.Χ., ένα χωριό σήμερα, λίγο έξω από το Κλερμόν-Φερράν. Θα ακολουθήσουν, συγγραφική αδεία, την μυθική Route Nationale 7, την “Οδό του Ηλιου” όπως την αποκαλεί ο Charles Trenet, που οδηγεί μέσω της τότε μεγαλύτερης γαλατικής πόλης, το Λούγκντουνουμ (Λυών) στην Μεσόγειο και στην Κυανή Ακτή, μέχρι τα σύνορα με την Ιταλία. H πραγματική διαδρομή της Ν7 δεν ήταν βέβαια αυτή που αναγράφεται στην ταμπέλα της σελίδας 23. Δεν περνούσε από το Αγκέντινκουμ (Σενς) αλλά δυτικότερα, από την Νεβέρ για να φθάσει στην Λυών και καθόλου βεβαίως από το Κλερμόν-Φερράν. Η Ν7 δίνει απλώς την αφορμή στους δημιουργούς του Αστερίξ να σατιρίσουν τα συνεχή έργα, το μποτιλιαρισμα, τις μεγάλες ταχύτητες και τους αστυνομικούς ελέγχους το 1960, στην μεγάλη αυτοκινητοπομπή των Παριζιάνων προς τα θέρετρα της Μεσογείου. Και μια αφορμή καταγραφής του δημιουργού τής μεγάλης σειράς κόμιξ “Michel Vaillant” Jean Graton, σαν βιαστικού ηνιόχου.
Δεν θα προχωρήσουν πολύ. Σύντομα θα επιστρέψουν στην Λουτέτια με τις ξεναγήσεις, τα θεάματα (κάτι που θυμίζει Μουλέν Ρουζ) και τα δάση της (Δάσος της Βουλώνης). Η συνέχεια της ιστορίας θα είναι περιπετειώδης και διασκεδαστική, με απρόοπτα και ανατροπές, χωρίς όμως “ιστορικές-γεωγραφικές” αναφορές και παιχνίδια με σύγχρονες καταστάσεις. Οι δύο ήρωές μας εγκαταλείπουν την Λουτέτια τραγουδώντας και παραφράζοντας το ρεφραίν της διαχρονικής επιτυχίας της Mistinguett (1926) και του Maurice Chevalier “Ca c’est Paris” (Paris… Reine du monde – Paris… c?est une blonde ) για να καταλήξουν στο γνωστό τσιμπούσι στο γνωστό χωριό, αλλά, όπως συνηθίζεται, χωρίς τραγούδια.
Γ.Τ